γλωσσοτομέω-ῶ

Γλωσσοτράπεζος

γλωσσοφόρος
Γλωσσο·τράπεζος, ου () [] Langue-à-table, c. à d. qui mange au lieu de parler, n. de parasite, Alciphr. 3, 69.
Étym. γλῶσσα, τράπεζα.