γλωσσότμητος

γλωσσοτομέω-ῶ

Γλωσσοτράπεζος
γλωσσοτομέω-ῶ, f. ήσω, couper la langue, Plut. M. 849b (att. γλωττο-) ; τινα, Spt. 2 Macc. 7, 4, à qqn.
Étym. γλῶσσα, -τομος de τέμνω.