Γηρυόνειος

Γηρυονεύς

Γηρυονηΐς
Γηρυονεύς, ῆος, ῆϊ, ῆ () c. Γηρυών, Hés. Th. 287, 309, 982 ; Nonn. D. 25, 236 ; Q. Sm. 6, 249.