Γηρυονεύς

Γηρυονηΐς

Γηρυόνης
Γηρυονηΐς, ΐδος () Gèryonèide ou Aventures de Gèryôn, poème de Stésichore, Paus. 8, 3, 2 ; Ath. 346f.
Étym. Γηρυών.