ἅλια

Ἁλία

ἁλιάδαι
Ἁλία, ας, ion. Ἁλίη, ης () [ᾰλ] Halia ou Haliè, Néréide, Il. 18, 40 ; Hés. Th. 245, etc.
Étym. ἅλιος.