ἁλιπτοίητος

Ἁλιρόθιος

ἁλιρραγής
Ἁλιρόθιος [ᾰῐρ] c. Ἁλιρρόθιος, Pd. O. 11, 84, au gén. par crase avec  : ὠλιροθίου.