Ἁλιρόθιος

ἁλιρραγής

ἁλιρραίστης
ἁλι·ρραγής, ής, ές [ᾰᾰ] où se brise la mer, Anth. 7, 383.
Étym. ἅ. ῥήγνυμι, p. *Ϝρήγνυμι.