ἁρματοτροχιά

Ἁρματοῦς

ἁρματροχιή
Ἁρματοῦς, οῦντος () [μᾰ] Harmatunte, v. de Troade, Thc. 8, 101.
Étym. contr. de ἁρματόεις, -όεντος.