ἁρματοτροφία

ἁρματοτροχιά

Ἁρματοῦς
ἁρματο·τροχιά, ᾶς () [μᾰ] ornière, Luc. Dem. enc. 23 ; El. N.A. 2, 37.
Étym. ἅρμα, τροχός.