ἑκατέατο

Ἑκάτειον

ἑκατεράκις
Ἑκάτειον, ου (τὸ) []
1 temple ou chapelle d’Hékatè, Ar. Vesp. 804 (mieux que Ἑκάταιον) ||
2 statue d’Hékatè, Ar. Lys. 64 (crase θοὐκάτειον).
Étym. Ἑκάτη.