Ἑκάτειον

ἑκατεράκις

ἑκάτερθε
ἑκατεράκις [κᾰ] adv. chacune des deux fois, Xén. Cyr. 4, 6, 2 ; Gal. 4, 495.
Étym. ἑκάτερος, -άκις.