Ἑλίκηθεν

Ἑλικήσιοι

ἑλικίας
Ἑλικήσιοι, ων (οἱ) [ῐκ] habitants d’Hélikè, en Achaïe, El. N.A. 11, 19.
Étym. Ἑλίκη.