Ἑλλανίς

Ἑλλανοδικαιών

Ἑλλανοδικέω-ῶ
Ἑλλανοδικαιών, sel. d’autres, Ἑλλανοδικεών, ῶνος () [ᾱῐ] tribunal des Hellanodices, à Élis, Paus. 6, 24, 1.