Ἑλλανοδικαιών

Ἑλλανοδικέω-ῶ

Ἑλλανοδίκης
Ἑλλανοδικέω-ῶ [ᾱῐ] exercer la fonction d’hellanodice, Paus. 6, 1, 5.
Étym. Ἑλλανοδίκης.