Ἑστιαιεύς

Ἑστιαιόθεν

Ἑστιαῖον
Ἑστιαιόθεν ou Ἱστιαιόθεν, adv. du dème Hestiæa ou Histiæa, Dém. 929, 25.
Étym. Ἑστίαια, -θεν.