ἱππόκροτος

Ἱππολαΐδας

ἱππολάπαθον
Ἱππολαΐδας, ου () [δᾱ] Hippolaïdas, h. Isocr. 17, 38 Baiter-Sauppe.
Étym. patr. d’ Ἱππόλαος, v. Ἱππόλεω.