ἱπποκροτέομαι-οῦμαι

ἱππόκροτος

Ἱππολαΐδας
ἱππό·κροτος, ος, ον, qui retentit du bruit des chevaux, Pd. P. 5, 123 ; Eur. Hipp. 229, Hel. 207 ; cf. Anth. 12, 131.
Étym. ἵ. κροτέω.