Ἱστίαια

Ἱστιαιεύς

Ἱστιαιῆτις
Ἱστιαιεύς, έως () habitant d’Histiæa, Hdt. 8, 23 ; Xén. Hell. 2, 2, 3, etc.
Étym. Ἱστίαια.