Ἡγήσανδρος

Ἡγησιάναξ

Ἡγησίας
Ἡγησι·άναξ, ακτος () [ᾰν] Hègèsianax, h. Plut. Adv. Epic. 20.
Étym. ἡγέομαι, ἄναξ.