Ἡγησανδρίδης

Ἡγήσανδρος

Ἡγησιάναξ
Ἡγήσ·ανδρος, ου () Hègèsandros, h. Thc. 4, 132 ; 7, 19 ||
E Dor. Ἀγήσανδρος [ᾱγ] Thc. 8, 91.
Étym. ἡγέομαι, ἀνήρ.