Ἡφαίστεια

Ἡφαιστεῖον

Ἡφαίστειος
Ἡφαιστεῖον, ου (τὸ) temple d’Hèphæstos, Hdt. 2, 121, 176 ; Dém. 898, 6.
Étym. Ἥφαιστος.