Ἡφαιστεῖον

Ἡφαίστειος

Ἡφαιστηϊάδης
Ἡφαίστειος, ος, ον, d’Hèphæstos ; subst. τὰ Ἡφαίστεια, Xén. Ath. 3, 4 ; And. 17, 20 ; DC. 78, 25, fêtes d’Hèphæstos.
Étym. Ἥφαιστος.