Ἥφαιστος

Ἡφαιστότευκτος

Ἡφαιστοτευχής
Ἡφαιστό·τευκτος, ος, ον, travaillé par Hèphæstos, Sim. fr. 206 ; Soph. Ph. 987 ; Antim. 9 Bgk ; DL. 1, 32.
Étym. Ἥφ. τεύχω.