Ἡφαίστειος

Ἡφαιστηϊάδης

Ἡφαιστιάδης
Ἡφαιστηϊάδης, ου () fils d’Hèphæstos, Nonn. D. 13, 177 ; 37, 503.
Étym. patr. d’ Ἥφαιστος.