Ἡροδότειος

Ἡρόδοτος

Ἡρόδωρος
Ἡρό·δοτος, ου ()
1 Hèrodotos (Hérodote) historien célèbre ||
2 autres, Pd. I. 1, etc.
Étym. Ἥρα, δοτός.