Ἡρόδοτος

Ἡρόδωρος

ἡροϊκός
Ἡρό·δωρος, ου () Hèrodôros, historien grec, Arstt. H.A. 6, 5 ; 9, 12 ; Plut. Thes. 26, etc.
Étym. Ἥρα, δῶρον.