Ἰλιονεύς

Ἰλιοραίστας

Ἴλιος
Ἰλιο·ραίστας () [ῑλ] destructeur d’Ilion, Anth. 15, 26, 17.
Étym. poét. p. *Ἰλιορραίστας, de Ἴλιον, ῥαίω.