ἰλλυρίζω

Ἰλλυρικός

Ἰλλύριος
Ἰλλυρικός, ή, όν [] d’Illyrie, A. Rh. 4, 516 ; Str. 313 ; subst. τὸ Ἰλλυρικόν, Plut. Pomp. 59, etc. l’Illyrie.
Étym. Ἰλλυρία.