Ἰσμηνοδώρα

Ἰσμηνόδωρος

Ἰσμηνός
Ἰσμηνό·δωρος, ου () Ismènodôros, h. Luc. D. mort. 27, 2.
Étym. Ἰσμηνός, δῶρον.