Ἰταλιώτης

Ἰταλιωτικός

Ἰταλιῶτις
Ἰταλιωτικός, ή, όν [ῑᾰ] d’Italiote, Plat. Ep. 326b; Luc. H. conscr. 15, etc.
Étym. v. le préc.