Ἰθάκηνδε

Ἰθακήσιος

Ἴθακος
Ἰθακήσιος, α, ον [ῐᾰ] d’Ithaque, Il. 2, 184 ; Od. 2, 24, 246 ; Eur. Cycl. 276, etc.
Étym. Ἰθάκη.