καλλίτεκνος

Καλλιτέλης

καλλιτεχνέω-ῶ
Καλλι·τέλης, ους () [] Kallitélès, h. Anth. 6, 138 ||
E Gén. épq. -ευς, Anth. 7, 163, etc. ; acc. -η, Anth. 7, 164 ; et -ην, Anth. 7, 163, etc.
Étym. κ. τέλος.