Καλυδών

Καλυδώνιος

καλυκάνθεμον
Καλυδώνιος, α, ον [ᾰῠ] de Calydon, Call. Dian. 218 ; οἱ Καλυδώνιοι, Xén. Hell. 4, 6, 1, les habitants de Calydon.
Étym. Καλυδών.