Καλυδώνιος

καλυκάνθεμον

Καλύκη
καλυκ·άνθεμον, ου (τὸ) [ᾰῠ] chèvrefeuille, plante, Diosc. 4, 14.
Étym. κάλυξ, ἄνθεμον.