Κάσσιος

Κασσιτερίδες

κασσιτέρινος
Κασσιτερίδες, att. Καττιτερίδες, ων (αἱ) [ῐῐ] les î. Kassitérides (propr. aux mines d’étain) Hdt. 3, 115 ; Str. 120.
Étym. κασσίτερος.