Κασσιτερίδες

κασσιτέρινος

κασσιτεροποιός
κασσιτέρινος, att. καττιτέρινος, η, ον [ῐῐ] d’étain, Plut. M. 1075c ; Gal. 14, 309, etc.
Étym. κασσίτερος.