καταρράκτης

Καταρράκτης

καταρρακτός
Καταρράκτης, ου ()
1 Katarrhaktès, fl. de Phrygie, Hdt. 7, 26 ||
2 plur. les Cataractes du Nil (cf. κατάδουποι) Str. 786, 817 ||
E Ion. Καταρρήκτης, Hdt. l. c.
Étym. v. le préc.