Καταρράκτης

καταρρακτός

καταρραντέον
καταρρακτός, ή, όν, qui s’abaisse : καταρρακτὴ θύρα, Plut. Arat. 26, porte qui s’abaisse, trappe ou guichet.
Étym. vb. de καταράσσω ; pour ρρ, v. καταρράκτης.