Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καυλοκινάρα
Καυλομύκητες
καυλός
Καυλο·μύκητες,
ων
(
οἱ
) Champignons-en-tige,
n. de peuple imaginaire,
Luc.
V.H.
1, 16
.
Étym.
καυλός, μύκης
.