Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καυλοειδής
καυλοκινάρα
Καυλομύκητες
καυλο·κινάρα,
ας
(
ἡ
) artichaut en tige,
Geop.
20, 31
.
Étym.
καυλός, κινάρα
.