Κλεότιμος

Κλεοφάνης

Κλεόφαντις
Κλεο·φάνης, ους () [] Kléophanès, h. Arstt. (Gal. 2, 52) ; Plut. Phoc. 13.
Étym. κλ. φαίνω, cf. Φανοκλῆς.