Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κτήσιος
Κτησίοχος
κτήσιππος
Κτησί·οχος,
ου
(
ὁ
) Ktèsiokhos,
h.
Luc.
V.H.
1, 3
.
Étym.
κτῆσις, ἔχω
.