Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Κτησίοχος
κτήσιππος
Κτήσιππος
κτήσ·ιππος,
ος, ον,
qui possède des chevaux,
Luc.
Fug.
26
.
Étym.
κτάομαι, ἵππος
.