κυμοδέγμων

Κυμοδόκη

κυμοθαλής
Κυμο·δόκη, ης () [] Kymodokè (litt. qui reçoit les flots), Néréide, Il. 18, 39 ; Hés. Th. 252.
Étym. κῦμα, δέχομαι.