κύνοπλον

Κυνοπολίτης

κυνόπρασον
Κυνο·πολίτης, ου () [ῠῑ] habitant de la « Ville des chiens » (auj. Al Qays) en Égypte, Plut. Is. et Os. 72.
Étym. κύων, π.