Κηφισιεύς

Κηφίσιος

Κηφισίς
Κηφίσιος, ου () [ῑσ] Kèphisios, h. And. 1, 38 Baiter-Sauppe, etc.
*Κηφίσιος, dor. Καφίσιος, α, ον [ᾱῑ] du Céphise, Pd. O. 4, 1.