Κηφισόδοτος

Κηφισόδωρος

Κηφισοκράτης
Κηφισό·δωρος, ου () [] Kèphisodôros, h. Xén. An. 4, 2, 13 ; CIA. 1, 324, a, 1, 21 (408 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 75, 12.
Étym. Κ. δῶρον.