λαμπρόϐιος

Λαμπροκλῆς

λαμπρολογέω-ῶ
Λαμπρο·κλῆς, έους () Lamproklès :
1 fils de Socrate, Xén. Mem. 2, 2 ||
2 poète dithyrambique, Ps.-Plut. Mus. 16, etc.
Étym. λαμπρός, κλέος.