λαοδάμας

Λαοδάμας

Λαοδάμεια
Λαο·δάμας, αντος () [ᾱδᾰ] Laodamas, h. Il. 15, 516 ; Od. 6, 170, etc. Hdt. 4, 138, etc. ||
E Voc. -δάμα [μᾱ] Od. 8, 141.
Étym. v. le préc.