Λαοδάμας

Λαοδάμεια

Λαοδικεύς
Λαοδάμεια, ας () [ᾱδᾰ] Laodameia, f. Il. 6, 197 ||
E Ion. Λαοδαμείη, Nonn. D. 7, 127.
Étym. cf. les préc.